παρασυνάπτομαι

παρασυνάπτομαι
Α
συνάπτομαι, συνδέομαι με έναν αιτιώδη σύνδεσμο («[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾱλλον ἤ ἧττον παρασυνάπτονται», Κρίν. Στωικ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρασυναπτικός — ή, όν, Α [παρασυνάπτομαι] φρ. «παρασυναπτικός σύνδεσμος» γραμμ. σύνδεσμος που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την προσθήκη ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”